ερυθρόφυλλος

ερυθρόφυλλος
ος , ον с красными листьями

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ερυθρόφυλλος" в других словарях:

  • ερυθρόφυλλος — η, ο (Μ ἐρυθρόφυλλος, ον) (για φυτά και άνθη) αυτός που έχει κόκκινα φύλλα ή πέταλα («ῥόδον ἐρυθρόφυλλον», Κ. Μανασσ.) …   Dictionary of Greek

  • ερυθρός — ά και ή, ό (AM ἐρυθρός, ά, όν Α και ἐρυθρός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος ή τού άνθους τής παπαρούνας, ο κόκκινος 2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» η θάλασσα μεταξύ τής Αραβίας και τού βόρειου τμήματος τής ανατολικής ακτής τής Αφρικής μσν …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»